ἱστοριογράφου

ἱστοριογράφου
ἱστοριόγραφος
writer of history
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ιστοριογραφία — η (ΑΜ ἱστοριογραφία) [ιστοριογράφος] 1. το έργο τού ιστοριογράφου, η συγγραφή ιστορίας 2. το σύνολο τών ιστορικών συγγραφών μιας χώρας, ενός λαού ή μιας εποχής …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • πρωτογονία — ἡ, Α [πρωτόγονος] (ως τίτλος έργου τού ιστοριογράφου Κλειδήμου) Πρωτογονία η πρώτη γέννηση, ο πρώτος τοκετός …   Dictionary of Greek

  • Αγήσαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολυμπιονίκης (2ος αι. π.Χ.) από την Τρίτεια της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Γνώρισε μεγάλες τιμές, όσες κανένας άλλος αθλητής της εποχής του. Νίκησε στα Ολύμπια, στα Ίσθμια, στα Νέμεα και στα Πύθια. Στην Ολυμπία υπήρχε… …   Dictionary of Greek

  • Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνώστου — I Επώνυμο τριών αγιογράφων. 1. Γεώργιος (18ος αι.). Γεννήθηκε στα Φουρνά της Ευρυτανίας. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Διονυσίου «του εκ Φουρνά ιστοριογράφου», που λειτούργησε από τους μαθητές του Διονυσίου και ύστερα από τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • Ανγκιέρα, Πέτερ Μαρτίρ ντ’- — (Peter Martyr d’ Anghiera, Αρόνα, Ιταλία 1457 – Γρανάδα, Ισπανία 1526). Ιταλός ιστορικός και γεωγράφος. Πήγε στη Ρώμη περίπου στο 1478 και έγινε γραμματέας του κυβερνήτη Φραντσέσκο Νέγκρο. Αργότερα, μπήκε στην υπηρεσία του κόμητα της Τεντίλα, τον …   Dictionary of Greek

  • Βαζάρι, Τζόρτζιο — (Giorgio Vazari, Αρέτσο 1511 – Φλωρεντία 1574). Ιταλός ζωγράφος, αρχιτέκτονας και κριτικός τέχνης. Αρκετά νέος άρχισε να ζωγραφίζει, πρώτα στη γενέτειρά του, και αργότερα στη Φλωρεντία, κοντά στον Αντρέα ντελ Σάρτο, στον Μπαντινέλι, στον Ρόσο και …   Dictionary of Greek

  • Κάλβος, Γάιος Λικίνιος — (1ος αι. π.Χ.). Λατίνος ποιητής, ρήτορας και πολιτικός. Ήταν γιος του ιστοριογράφου Γάιου Λικίνιου Μάρκου και στενός φίλος του Κάτουλλου. Από το ποιητικό του έργο σώθηκαν μόνο ορισμένα αποσπάσματα, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι η Ιώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”